μονίῃ

μονίῃ
μονία
changelessness
fem dat sg (epic ionic)
μονίας
solitary
masc dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονίηι — μονίῃ , μονία changelessness fem dat sg (epic ionic) μονίῃ , μονίας solitary masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονία — (I) μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α) κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον τού μένω* (πρβλ. μονή), κατ απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,]. (II) μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [μόνος] το να ζει …   Dictionary of Greek

  • περιηγής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.) 2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ. β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ. γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”